- κέντα
- κέντᾱ , κεντάωpres imperat act 2nd sgκέντᾱ , κεντάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντᾷ — κεντάω pres subj mp 2nd sg κεντάω pres ind mp 2nd sg (epic) κεντάω pres subj act 3rd sg κεντάω pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντασε — κέντᾱσε , κεντάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωνιοπλόκος — ζωνιοπλόκος, ον (Μ) αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κέντωρ — κέντωρ, ὁ (Α) 1. ο ηνίοχος 2. ως επίθ. αυτός που κεντά, που τρυπάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με αντίστροφη παραγωγή] … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
κερτόμιος — και κερτόμεος, ον (Α) [κερτόμος] αυτός που κεντά την καρδιά, πειραχτικός, υβριστικός («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek
νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ … Dictionary of Greek
οπισθονυγής — ὀπισθονυγής, ές (Α) αυτός που κεντά από πίσω, που έχει πίσω το κεντρί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + νυγής (< νύσσω «κεντώ»)] … Dictionary of Greek